- ψαλίδες
- ψαλίςa pair of scissorsfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το … Dictionary of Greek
σκολόπενδρα — (scolopendra). Αρθρόποδο της τάξης των σκολοπενδρομόρφων, γνωστό και με το όνομα σαρανταποδαρούσα. Η σ. αυτή είναι προικισμένη με 4 μάτια στα πλευρά και με 21 ζευγάρια κινητών ποδιών, που αντιστοιχούν σε ισάριθμα τμήματα του κορμού. Έχει συνολικό … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
αναρριχητικό — Στη βοτανική ονομάζεται α. το φυτό που ο βλαστός του δεν μπορεί να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά αναπτύσσεται στηριζόμενο στους κορμούς και στα κλαδιά άλλων φυτών ή σε διάφορα υποστηρίγματα (τοίχοι, βράχοι, πάσσαλοι), προσκολλώμενο σε αυτά με… … Dictionary of Greek